- νοματίζω
- νομάτισα1. δίνω σε κάποιον όνομα: Ο νονός νομάτισε το παιδί Γιώργο.2. αναφέρω κάποιον με το όνομά του: Μη νοματίζεις, μην αναφέρεις όνομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.