νοματίζω

νοματίζω
νομάτισα
1. δίνω σε κάποιον όνομα: Ο νονός νομάτισε το παιδί Γιώργο.
2. αναφέρω κάποιον με το όνομά του: Μη νοματίζεις, μην αναφέρεις όνομα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νοματίζω — δίνω όνομα σε κάποιον ή αναφέρω ή καλώ κάποιον με το ονομά του, ονοματίζω, ονομάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ονοματίζω, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ο ] …   Dictionary of Greek

  • ονοματίζω — και νοματίζω (Α ὀνοματίζω [όνομα] νεοελλ.1. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονομάζω 2. αναφέρω το όνομα κάποιου ή καλώ κάποιον με το όνομά του, κατονομάζω 3. καταγγέλλω ονομαστικά αρχ. 1. φιλονικώ για τα ονόματα 2. κάνω άσκοπη χρήση ονόματος …   Dictionary of Greek

  • νομάτισμα — το, ατος 1. η πράξη του νοματίζω. 2. (λαογρ.), είδος εξορκισμού όπου αναφέρεται το όνομα του αρρώστου με το όνομα του Χριστού, της Παναγίας ή άγιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ονοματίζω — και νοματίζω ισα 1. δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω: Το νοματίσαν το παιδί και το πανε Δημήτρη. 2. αναφέρω, ονομάζω, διηγούμαι με λεπτομέρειες: Πού να τα νοματίσω όλα! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”